- ἀβάπτιστος
- ἀβάπτιστος met.1 not dipped, buoyant ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας i. e. untouched by the slanders of others P. 2.80
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἀβάπτιστος — not to be dipped masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αβάπτιστος — και φτιστος, η, ο (AM ἀβάπτιστος, ον) [βαπτίζω] μσν. νεοελλ. αυτός που δεν έχει δεχτεί το μυστήριο τού βαπτίσματος νεοελλ. 1. άπιστος, ασεβής, κυρίως για μωαμεθανούς 2. άδικος, σκληρός, κακός αρχ. 1. αυτός που δεν βυθίστηκε ή δεν μπορεί να… … Dictionary of Greek
ἀβάπτιστον — ἀβάπτιστος not to be dipped masc/fem acc sg ἀβάπτιστος not to be dipped neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβαπτίστοις — ἀβάπτιστος not to be dipped masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβαπτίστου — ἀβάπτιστος not to be dipped masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβαπτίστους — ἀβάπτιστος not to be dipped masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβαπτίστων — ἀβάπτιστος not to be dipped masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβάπτιστα — ἀβάπτιστος not to be dipped neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβάπτιστοι — ἀβάπτιστος not to be dipped masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αβαπτισία — και αβαπτισιά, η [αβάπτιστος] το να μείνει κανείς αβάπτιστος … Dictionary of Greek
Arki — Fischerhafen Arki Gewässer Ägäisches Meer Inselgruppe … Deutsch Wikipedia